- μολυβής, -ιά, -ί
- αυτός που έχει το χρώμα του μολυβιού: Ο ουρανός ξαφνικά έγινε μολυβής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μολυβής — ιά, ί [μολύβι] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβδόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβί το χρώμα τού μολύβδου … Dictionary of Greek
μολυβένιος — α, ο (Μ μολυβένιος, α, ο) [μολύβι] κατασκευασμένος από μόλυβδο, μολύβδινος νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβής 2. το ουδ. ως ουσ. το μολυβένιο το μολυβί χρώμα … Dictionary of Greek
μολυβρός — μολυβρός, ά, όν (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. ρός (πρβλ. αλυκ ρός)] … Dictionary of Greek